φουρνέλο

φουρνέλο
το
(λ. ιταλ.)
1. μικρή σκάφη από χυτοσίδηρο με σχάρα στον πάτο, όπου καίγονταν τα κάρβουνα στις παλιές κατασκευές μαγειρικών εστιών.
2. τρύπα σε βράχο που γεμίζεται με εκρηκτική ύλη για την ανατίναξή του, μίνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φουρνέλο — το, Ν 1. σκαφίδι μαγειρικής εστίας από χυτοσίδηρο με σχάρα, όπου καίγονται τα κάρβουνα 2. οπή σε βράχο που τήν γεμίζουν με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη 3. φρ. α) «βάζω φουρνέλο» μτφ. υπονομεύω, υποσκάπτω κάποιον ή κάτι β) «βάρδα φουρνέλο» i) μην… …   Dictionary of Greek

  • βάρδα — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 3.100 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται ΒΑ των Λεχαινών και αποτελεί έδρα του δήμου Βουπρασίας. * * * (παρακελευσματικό μόριο) πρόσεχε! φυλάξου! (για να επιστήσει την προσοχή σε επικίνδυνο σημείο, κατάσταση ή πρόσωπο)… …   Dictionary of Greek

  • πετρορρήκτης — ο. Ν τρύπα που ανοίγεται σε βράχο και γεμίζει με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη, φουρνέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ρρήκτης (< ῥήγνυμι «σπάω») πρβλ. οστεο ρρήκτης] …   Dictionary of Greek

  • βάρδα — επιφ. (λ. βενετ.), παραμέρισε! μακριά! φυλάξου!: Βάρδα! Θα πέσει φουρνέλο και θα γίνει μεγάλη έκρηξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπόνομος — ο 1. υπόγεια στοά ή οχετός για αποχέτευση των ακάθαρτων νερών, αμάρα: Καθαρίζουν τους υπονόμους. 2. τρύπα σε πέτρωμα γεμάτη από εκρηκτική ύλη για εκτέλεση λατομικών έργων, φουρνέλο, μίνα: Είναι έτοιμοι οι υπόνομοι για έκρηξη. 3. υπόγειο αμυντικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”