φουρνέλο — το, Ν 1. σκαφίδι μαγειρικής εστίας από χυτοσίδηρο με σχάρα, όπου καίγονται τα κάρβουνα 2. οπή σε βράχο που τήν γεμίζουν με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη 3. φρ. α) «βάζω φουρνέλο» μτφ. υπονομεύω, υποσκάπτω κάποιον ή κάτι β) «βάρδα φουρνέλο» i) μην… … Dictionary of Greek
βάρδα — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 3.100 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται ΒΑ των Λεχαινών και αποτελεί έδρα του δήμου Βουπρασίας. * * * (παρακελευσματικό μόριο) πρόσεχε! φυλάξου! (για να επιστήσει την προσοχή σε επικίνδυνο σημείο, κατάσταση ή πρόσωπο)… … Dictionary of Greek
πετρορρήκτης — ο. Ν τρύπα που ανοίγεται σε βράχο και γεμίζει με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη, φουρνέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ρρήκτης (< ῥήγνυμι «σπάω») πρβλ. οστεο ρρήκτης] … Dictionary of Greek
βάρδα — επιφ. (λ. βενετ.), παραμέρισε! μακριά! φυλάξου!: Βάρδα! Θα πέσει φουρνέλο και θα γίνει μεγάλη έκρηξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόνομος — ο 1. υπόγεια στοά ή οχετός για αποχέτευση των ακάθαρτων νερών, αμάρα: Καθαρίζουν τους υπονόμους. 2. τρύπα σε πέτρωμα γεμάτη από εκρηκτική ύλη για εκτέλεση λατομικών έργων, φουρνέλο, μίνα: Είναι έτοιμοι οι υπόνομοι για έκρηξη. 3. υπόγειο αμυντικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)